μηχανοποιοῦ

μηχανοποιοῦ
μηχανοποιέω
use machines
pres imperat mp 2nd sg (attic)
μηχανοποιέω
use machines
imperf ind mp 2nd sg (attic)
μηχανοποιός
maker of engines
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανοποιία — μηχανοποΐα, ἡ (Α) [μηχανοποιός] 1. η τέχνη τού μηχανοποιού 2. η κατασκευή πολεμικών μηχανών …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιητική — μηχανοποιητική, ἡ (Α) η τέχνη τού μηχανοποιού, μηχανοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. μηχανοποιητικός (< μηχανοποιῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”